Ενημερωμένη Συναίνεση Ασθενούς

2014-02-21 11:32

Η αναγκαία συναίνεση του ασθενούς για οποιαδήποτε ιατρική πράξη αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη αρχή του ιατρικού δικαίου και της ιατρικής δεοντολογίας. Η αρχή αυτή αντιπαρατίθεται στον αναχρονιστικό πλέον ιατρικό «πατερναλισμό», που ήθελε τον ασθενή παθητικό αποδέκτη διαγνωστικών ή θεραπευτικών πράξεων.

Το δικαίωμα της συναίνεσης έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την κατάλληλη ενημέρωση από την πλευρά του ιατρού (informed consent), ώστε να ασκείται με πλήρη συνείδηση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων, αλλά και των πιθανών επιπλοκών ή παρενεργειών από μια συγκεκριμένη ιατρική πράξη. Στο σημείο αυτό, ακριβώς, έγκειται η ευθύνη του ιατρού: η «καταλληλότητα» της ενημέρωσης εξαρτάται από τις γνώσεις και το μορφωτικό επίπεδο του ασθενούς, από τις ειδικές γνώσεις του ιατρού για τα χαρακτηριστικά της ασθένειας, από τη γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί, από τον τρόπο επικοινωνίας κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, ευθύνη υπάρχει α) όταν παρέχεται ελλιπής πληροφόρηση, με σκοπό ο ιατρός να «εκμαιεύσει» τη συναίνεση του ασθενούς, ουσιαστικά παραπλανώντας τον, β) όταν παρέχεται «υπερπληροφόρηση», από ευθυνοφοβία του ιατρού, που μπορεί π.χ. να αποτρέψει τον ασθενή από το να λάβει μια κρίσιμη απόφαση.

Ειδικές περιπτώσεις συναίνεσης έχουμε, όταν ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση ανικανότητας να εκφράσει βούληση (παιδιά, ψυχικά ασθενείς, ασθενείς με διανοητική υστέρηση). Ο κανόνας, εδώ, είναι ότι η συναίνεση πρέπει να ζητείται από τους οικείους του ασθενούς ή –αν υπάρχει- από τον δικαστικό του συμπαραστάτη. Κατά περίπτωση, πάντως, η γνώμη του ασθενούς πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη από τον γιατρό, όπως και οι τυχόν «προγενέστερες οδηγίες» του, για τη μεταχείριση που προτιμά αν καταστεί ανίκανος να εκφράσει βούληση.

Μόνη περίπτωση, στην οποία δεν απαιτείται η συναίνεση του ασθενούς και ο γιατρός μπορεί να αυτενεργήσει, είναι αυτή των επειγόντων περιστατικών. Ευθύνη, ωστόσο, του ιατρού υπάρχει, όταν, από δική του απρονοησία ή αδιαφορία, ένα περιστατικό έχει καταστεί επείγον.

Η έλλειψη της συναίνεσης ή η ακατάλληλη πληροφόρηση αποτελούν από μόνες τους συνθήκες για τη διάγνωση ιατρικού σφάλματος, ανεξάρτητα από το αν η πράξη που διενεργήθηκε έβλαψε τελικά την υγεία του ασθενούς. Διότι, «βλάβη», εδώ, μπορεί να είναι μια περιττή οικονομική επιβάρυνση του ασθενούς ή ακόμη και η υποβολή σε υπερβολικές ιατρικές πράξεις, που ασφαλώς συνοδεύονται από αντίστοιχες ψυχολογικές επιπτώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών.

   

Nομοθεσία: άρθ. 11, 12 ν. 3418/2005, άρθ. 1456 ΑΚ, άρθ. 5 ν. 3305/2005, άρθ. 7, 8 ν. 3984/2011, άρθ. 47 ν. 2071/1992, άρθ. 5, 6, 10 ν. 2619/1998, άρθ. 131, 1534 ΑΚ, άρθ. 304 Π.Κ., άρθ. 29 παρ. 5 ν. 2776/1999

Αποφάσεις δικαστηρίων: ΕφΘεσ/νίκης 1905/2006, ΣυμβΑΠ 490/2000, ΣυμβΠλημΑθηνών 2255/1998, ΣυμβΠλημΙωαννίνων 181/2004

Άλλες πηγές: Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, Συναίνεση στη σχέση ιατρού / ασθενούς (Γνώμη - Έκθεση) σε: https://www.bioethics.gr/index.php/el/gnomes/88-sumainesi-sxesi-iatroy-asthenous , Τεχνητή παράταση της ζωής (Γνώμη – Έκθεση) σε: https://www.bioethics.gr/index.php/el/gnomes/109-texniti-paratasi-zois